- μουρήνα
- μουρήνα, ἡ (Μ)βλ. μουρούνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. murina ή, κατ' άλλους, από βεν. moruna. Η λ. έχει συσχετιστεί επίσης με τη λ. μύραινα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουρούνα — Βλ. λ. ακιπενσερίδες. * * * η (Μ μουρήνα) το είδος morrhua ή callarias που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στο γένος ψαριών Gadus, αλλ. μπακαλιάρος νεοελλ. φρ. «έλαιο μουρούνας» το μουρουνέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. μουρήνα < λατ.… … Dictionary of Greek
Μιθριδάτης — Όνομα διαφόρων βασιλιάδων του Πόντου και της Περγάμου. Η σειρά των βασιλιάδων αυτών αρχίζει με τον M. A’, που στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ίδρυσε το βασίλειο του Πόντου. Οι σημαντικότεροι βασιλείς με το όνομα Μ. είναι οι ακόλουθοι: 1. Σατράπης του … Dictionary of Greek